Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οίκος ευγηρίας

См. также в других словарях:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • Αμερικής, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ονομασία Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Η σύσταση και η διοίκησή της καθορίζονται με ιδιαίτερο σύνταγμα, που εκδόθηκε από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

  • Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Αίγιο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 153 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, Αγίας Λαύρας, Ταξιαρχών Αιγιαλείας, Αγίας Τριάδος Βουρών, Αγίων Θεοδώρων Αροανίας,… …   Dictionary of Greek

  • Κορρές, Μανόλης — I (Σίφνος 1922 – 1998). Θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε οικονομικά και νομικά, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή θεατρικών έργων και, κατά δεύτερο λόγο, με τη λαογραφία. Το πρώτο θεατρικό έργο του, Παπαδόπουλος και Σία, παρουσιάστηκε με μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Κώου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κω. Έχει κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 21 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 28 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν το γυναικείο μοναστήρι του… …   Dictionary of Greek

  • ευγηρία — η τα καλά γηρατειά, καλή γεροντική ζωή: Οίκος ευγηρίας (ειδικό ίδρυμα για ηλικιωμένους) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»